Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κράσπεδο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράσπεδο το [kráspeδo] Ο42 : το ακραίο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου. || (μτφ.): Mε το πέρασμα του Ελλησπόντου ο M. Aλέξανδρος άγγιξε τα κράσπεδα του περσικού κράτους.

[λόγ. < αρχ. κράσπεδον `άκρη φορέματος, χώρας΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κράσπεδον το.
  • Άκρη (φορέματος):
    • άρας τα κράσπεδα των ιματίων αυτού (Έκθ. χρον. 3027).

[αρχ. ουσ. κράσπεδον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go