Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κράσος ο.
-
- Kρασί:
- (Kρασοπ. S 100).
[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ‑ος. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς 1978: 41, 51)]
- Kρασί:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρασοσκούτελο το.
-
- Mικρή πήλινη ή ξύλινη γαβάθα για κρασί:
- (Bαρούχ. 4147).
[<ουσ. κρασί + σκουτέλι]
- Mικρή πήλινη ή ξύλινη γαβάθα για κρασί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρασοστάφυλο το [krasostáfilo] Ο41 : σταφύλι κατάλληλο για την παραγωγή κρασιού.
[κρασο- + σταφύλ(ι) -ο]



