Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράμπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράμπα η [krámba] Ο25 : επώδυνη σύσπαση ενός ή πολλών μυών, συνήθ. στην κνήμη ή στο κάτω μέρος του ποδιού: Παθαίνω / με πιάνει ~.

[γαλλ. cramp(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες