Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κούτσουρας ο.
-
- (Mεγεθ.) κούτσουρο·
- (εδώ σε μεταφ.):
- εγήρασα … και τώρα εγίνην κούτσουρας (Γεωργηλ., Θαν. 467).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<ουσ. κούτσουρο + κατάλ. ‑ας. H λ. στο Du Cange App. (‑τζ‑) και σήμ. με διαφορ. σημασ. ιδιωμ.]
- (Mεγεθ.) κούτσουρο·



