Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούτρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούτρα η [kútra] Ο25α : (λαϊκότρ.) το κεφάλι, κυρίως στις εκφράσεις κάνει ό,τι κατεβάζει η ~ του, ό,τι του έρθει στο μυαλό, χωρίς να σκέφτεται. κατεβάζει η ~ του, είναι έξυπνος. ΠAΡ Aλί που / άμα το ΄χει η ~ του να κατεβάζει ψείρες, ο (κακός) χαρακτήρας δεν αλλάζει εύκολα ή τα φυσικά ελαττώματα δε διορθώνονται.

[μσν. *κούτρα (πρβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sk > tisk > tis-k] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες