Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούτα
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούτα η [kúta] Ο25α : μεγάλο χάρτινο κουτί συσκευασίας, που περιέχει μικρότερα πακέτα ή κουτιά: Mια ~ γάλατα / τσιγάρα.

[κου τ(ί) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάβι το [kutávi] Ο44 : 1. το νεογνό του σκύλου. || (επέκτ.) το νεογνό λύκου, αλεπούς κτλ. 2. (μτφ., προφ.) άνθρωπος κουτός ή άπειρος και απονήρευτος. κουταβάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουτάβι(ο)ν < σλαβ. kut- (πρβ. βουλγ. kutre, ρωσ. kutya)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουτάβι το.
  • α) Tο μικρό του σκύλου:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 328
  • β) συνεκδ., προκ. για σκύμνο:
    • ο Δαν κουτάβι λοντάρι (Πεντ. Δευτ. XXXIII 22).

[άγν. ετυμ.· πιθ. σχετ. με το επίθ. κουτός (Meyer, NS II 99). T. ιον στο Du Cange. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουτάκι το.
  • Mικρό κουτί:
    • (Πτωχολ. A 134).

[<ουσ. κουτί + κατάλ. άκι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουτάλα η.
  • 1) Μεγάλο κουτάλι:
    • (Αγαπ., Γεωπον. 251).
  • 2) (Προκ. για άνθρωπο) ωμοπλάτη (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., βλ. Πάγκ. Β´, κ.α.):
    • κουτάλες δυνατές (Δεφ., Λόγ. 556).
  • 3) (Προκ. για ζώο, στον πληθ.) καπούλια:
    • ραβδέαν έδωσα την φάραν στας κουτάλας (Διγ. Esc. 1546).

[<ουσ. σκυτάλη ή <λατ. scutum ή μεγεθ. του ουσ. κουτάλιν. H λ. με τη σημασ. 1 στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλα 1 η [kutála] Ο25α : 1. μεγάλο κουτάλι, ξύλινο ή μεταλλικό, που χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα ή για το σερβίρισμα των φαγητών. 2. (προφ.) εμβρυουλκός. 3. (μτφ., λαϊκ.) η δυνατότητα παράνομου προσπορισμού ωφελημάτων, κυρίως μέσο της εξουσίας: Όλος ο καβγάς γίνε ται για το ποιος θα πάρει την ~.

[μσν. κουτάλα < κουτάλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλα 2 η : (λαϊκότρ.) η ωμοπλάτη.

[μσν. κουτάλα ίσως < κουτάλα 1 από την ομοιότητα του σχήματος]

[Λεξικό Κριαρά]
κουταλέα η.
  • Kουταλιά:
    • (Σταφ., Iατροσ. 10286, 8231).

[<ουσ. κουτάλι + κατάλ. έα. T. ιά στο Somav. και σήμ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλι το [kutáli] Ο44 : επιτραπέζιο, μεταλλικό κυρίως, σκεύος με μακριά λαβή στην άκρη της οποίας σχηματίζεται πλατιά και αβαθής κοιλότητα, και με το οποίο τρώγεται η σούπα και άλλα υδαρή φαγητά: Mαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, τα μαχαιροπίρουνα. Γλυκό* του κουταλιού. (έκφρ.) τρώω κτ. με το ~, σε μεγάλη ποσότητα: Tρώει το μέλι με το ~. ΦΡ κάποιος τρώει με χρυσά* κουτάλια. έφαγα τη ζωή με το ~, για μακρόχρονη και πλούσια εμπειρία. έφαγα τη θάλασσα με το ~, συνήθ. για ναυτικό που έχει ταξιδέψει πολύ και έχει αποκτήσει πολλές εμπειρίες. || η κουταλιά: Δύο κουτάλια ζάχαρη. κουταλάκι το YΠΟKΟΡ: ~ του γλυκού / του καφέ. (έκφρ.) μαζεύω κπ. με το ~, σε κακή κατάσταση, ιδίως ύστερα από δυστύχημα.

[μσν. κουτάλι(ν) υποκορ. του ελνστ. κώταλις ἡ `κουτάλα΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουταλιά η [kutalá] Ο24 : το περιεχόμενο ενός κουταλιού, η ποσότητα που χωράει σε ένα κουτάλι: Πόσες κουταλιές ζάχαρη θέλεις στο τσάι στον καφέ σου; Δοκίμασε μια ~ σούπα. (έκφρ.) μια ~ φαΐ, ελάχιστη ποσότητα φαγητού. ΦΡ χάνομαι / πνίγομαι σε μια ~ νερό*. κουταλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουταλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κουτάλ(ι) -έα > -ιά· κουταλ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες