Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούσπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κούσπος ο.
  • Eίδος βασανιστηρίου, ποδοκάκκη:
    • (Λεξ. IV 568).

[<μεσν. λατ. cuspus. H λ. τον 6. αι. (Soph.), στο Meursius και σήμ. κυπρ. (Andr., Χατζ., Λεξ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες