Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρα
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούρα η [kúra] Ο25α : (παρωχ.) θεραπευτική αγωγή. || Kάνω ~ αδυνατίσματος. (έκφρ.) κάνω ~, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, συνήθ. ως αστεϊσμός.

[ιταλ. cura]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρά η [kurá] Ο24 : 1. (λόγ.) το κούρεμα των αιγοπροβάτων. 2. τελετή κατά την οποία περιβάλλεται κάποιος το μοναχικό σχήμα.

[λόγ. < αρχ. κουρά]

[Λεξικό Κριαρά]
κούρα η.
  • 1) Φροντίδα, θεραπεία, ιατρική περιποίηση:
    • Τσι βίζιτες ερνήθηκα και όλες τσι κούρες τσ’ άλλες (Φορτουν. Α´ 75· 185).
  • 2) Έγνοια, ανησυχία:
    • Μη ντουμπιτάρεις τίβετας, non prender κούραν άλλη (αυτ. Α´ 418).

[<ιταλ. cura. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρά η.
  • 1) (Εκκλ.) κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου):
    • τι δηλοί το μανδίον …, η κουρά της κεφαλής (Βακτ. αρχιερ. 183).
  • 2) Ιδιότητα μοναχού:
    • να μην αφήνουν (ενν. οι μοναχοί και οι μοναχές) την κουράν τους και το μοναστήριον (αυτ. 166).

[αρχ. ουσ. κουρά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράγιο το [kurájo] Ο39 : η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις: Έχω / κάνω / παίρνω / δίνω ~. Είναι γυναίκα με ~. Mη χάνεις το ~ σου! Πρέπει να βρεις το ~ να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. ~ φίλε! || το θάρρος, η τόλμη: Δεν είχα το ~ να της πω την αλήθεια. Πού το βρήκες το ~ να του αντιμιλήσεις; ~ που το ΄χει να βγαίνει έξω με τέτοιον καιρό! ΦΡ χαρά* στο ~ του!

[ιταλ. coraggio ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράδα η [kuráδa] Ο25α : (χυδ.) στερεό, σχηματοποιημένο και ογκώδες περίττωμα. || υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου, πράγματος ή λόγου. κουραδίτσα η YΠΟKΟΡ. κουραδούλα η YΠΟKΟΡ.

[κουράδ(ι) μεγεθ. -α· κουράδ(α) -ίτσα, -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουράδι το [kuráδi] Ο44 : η κουράδα. κουραδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουράδιον ίσως < ελνστ. *σκωράδιον υποκορ. του αρχ. σκῶρ (δες στο σκατό), με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] (αποβ. του [s] ;)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουράδιν το· κουράδι.
  • Ποίμνιο:
    • άρμεξε το κουράδι (Πανώρ. Β´ 131).

[<ουσ. κουρά + κατάλ. άδιν ή με ιταλ. προέλ. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουράδιον το.
  • Περίττωμα:
    • Ανοίξω το στόμα σου και βάλω τρία κουράδια (Σπανός A 61).

[<ουσ. *σκωράδιον <αρχ. σκωρ. Τ. ι στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουραδο- [kuraδo] & κουραδό- [kuraδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λαϊκ., προφ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά τα οποία αποτελούν μειωτικούς χαρακτηρισμούς προσώπων ή πραγμάτων: κουραδόμαγκας, ~μηχανή.

[θ. του ουσ. κουράδ(ι) -ο-]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες