Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνουπας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κούνουπας ο.
  • Kουνούπι:
    • (Mπερτολδίνος 167).

[<ουσ. κουνούπιον + κατάλ. ας· πβ. πληθ. κούνουπες στον Ησύχ και ά. κώνωψ –πας. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες