Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνια
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούνια η [kúna] Ο25α : 1. μικρό κρεβάτι για βρέφη που στηρίζεται σε ημικυκλική βάση, ώστε να μπορεί να λικνίζεται. || το κρεβατάκι του βρέφους. (έκφρ.) από ~, από την παιδική του ηλικία, από πολύ μικρός: Είναι ψεύτης από ~. ΦΡ ~ που σε κούναγε!, ειρωνική αμφισβήτηση για όσα πιστεύει ή ελπίζει κάποιος. ΠAΡ Άσχημο στην ~, όμορφο στη ρούγα, για άσχημο μωρό που ομορφαίνει όταν μεγαλώσει. 2. μικρό κάθισμα, το οποίο κρεμιέται με αλυσίδες ή σκοινιά από κάποιο ψηλό, σταθερό σημείο (δέντρο κτλ.) και με το οποίο αιωρείται κάποιος. (έκφρ.) ~ μπέλα, από την αρχή παιδικού τραγουδιού που το έλεγαν επάνω στην κούνια: Kάνω ~ μπέλα, κουνιέμαι σε κούνια.

[μσν. κούνια < ελνστ. κοῦνα εν. του κοῦναι < λατ. cunae με επίδρ. του ελνστ. υποκορ. τ. κουνίον]

[Λεξικό Κριαρά]
κούνια η,
βλ. κούνα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνιάδι το [kunáδi] Ο44α : (προφ.) ο κουνιάδος, κυρίως στον πληθυντικό, τα αδέλφια του συζύγου ή της συζύγου, χωρίς διάκριση φύλου. κουνιαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[κουνιάδ(ος) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνιάδος ο [kunáδos] Ο18 θηλ. κουνιάδα [kunáδa] Ο26 : ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου· (πρβ. αντράδελφος, γυναικάδελφος).

[μσν. κουνιάδος < βεν. *cugniado , cugnada]

[Λεξικό Κριαρά]
κουνιάδος ο.
  • 1) Αντράδελφος, κουνιάδος:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412).
  • 2) Σύζυγος της αδελφής, γαμπρός:
    • (Φορτουν. Γ´ 72).

[<βεν. *cugniado. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες