Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνελος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κούνελος ο [kúnelos] Ο20 θηλ. κουνέλα [kunéla] Ο25 : 1. κουνέλι. 2. (θηλ., μτφ.) μειωτικά, για γυναίκα που γεννάει πολλά παιδιά.

[κουνέλ(ι) μεγεθ. -ος, -α]

[Λεξικό Κριαρά]
κούνελος ο.
  • Kουνέλι:
    • (Mπερτόλδος 45).

[<ουσ. κουνέλι + κατάλ. ος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες