Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κούδα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κούδα η.
  • Ουρά·
    • φρ. κάμνω ή σύρνω κούδαν = (προκ. για βουνό ή ξέρα) προεκτείνομαι κατωφερώς:
      • Η Νίος έχει ένα βουνί πλατύ … και εις το ακρωτήρι κάμνει κούδαν (Πορτολ. Α 9211· 7414).

[<βεν. coda (Boerio, λ. coa). Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go