Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοψόουρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοψόουρος, επίθ.
  • Που έχει κομμένη ουρά:
    • (Διήγ. παιδ. 353).

[<κοψο‑ + ουσ. ουρά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες