Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοψοχέρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοψοχέρης ο [kopsoxéris] Ο11 θηλ. κοψοχέρα [kopsoxéra] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε σε κπ., που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή.

[μσν. κοψοχέρης < κοψο- + χέρ(ι) -ης· κοψοχέρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες