Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοψιά η [kopsxá] Ο24 : (προφ.) 1. το κόψιμο, η τομή που σχηματίζεται από ένα κοφτερό όργανο, συνήθ. στο δέρμα του ανθρώπου, καθώς και η ουλή που μένει: Tα χέρια του είναι γεμάτα κοψιές. 2. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, από την άποψη της κατασκευής του σώματος: Έχει την ~ του πατέρα του.
[κοψ- (κόβω) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοψιάρης, επίθ.· θηλ. κοψαρέ· πληθ. κοψιάροι.
-
- Που ξεκόβει από την ομάδα·
- (εδώ προκ. για ζώο) από το κοπάδι:
- σα μιαν αίγα κοψαρέ στα όρη σε ξετρέχω (Πανώρ. B´ 82).
- (εδώ προκ. για ζώο) από το κοπάδι:
- Tο αρσ. ως ουσ. = λιποτάκτης:
- (Mαχ. 56429).
[<αόρ. του κόπτω + κατάλ. ‑ιάρης. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Που ξεκόβει από την ομάδα·



