Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοχλιάριο το [koxliário] Ο40 : 1. (λόγ.) το κουτάλι. 2. ονομασία διάφορων εργαλείων, τεχνικών ή χειρουργικών, τα οποία έχουν το σχήμα κουταλιού.
[λόγ. < ελνστ. κοχλιάριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοχλιάριον το.
-
- Kουτάλι:
- (Iερακοσ. 44312).
[μτγν. ουσ. κοχλιάριον. H λ. και σήμ. λόγ. (‑ο)]
- Kουτάλι:



