Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοχλασμός ο [koxlazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοχλάζω· το στάδιο του βρασμού κατά το οποίο ένα υγρό κοχλάζει.
[λόγ. κοχλασ- (κοχλάζω) -μός]



