Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοχλίας ο [koxlías] Ο3 : I. γενική ονομασία για αντικείμενα, μηχανισμούς, παραστάσεις κτλ. με σπειροειδή μορφή. 1. (τεχν.) α. ~ συνδέσεως, βίδα. || ατέρμων* ~. β. ~ κινήσεως, ο γρύλος 2. 2. τμήμα του λαβυρίνθου του αυτιού. II. (ζωολ.) το σαλιγκάρι.
[λόγ.: II: αρχ. κοχλίας· I: ελνστ. σημ.]



