Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοφτερός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοφτερός, επίθ.,
βλ. κοπτερός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοφτερός -ή -ό [kofterós] Ε1 : για κοπτικό εργαλείο που κόβει πολύ καλά: Kοφτερό μαχαίρι / ψαλίδι / τσεκούρι. || (μτφ.): Kοφτερό μυαλό, έξυπνο και εύστροφο.

[μσν. κοπτερός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < κόπτ(ω δες στο κόφτει) -ερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go