Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουφός -ή -ό
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κουφός, επίθ.· κωφός.
  • 1) Kουφός:
    • να ’ναι κουφά τ’ αφτιά μου (Eρωφ. Δ´ 212
    • κουφή στα παρακάλια (Πανώρ. A´ 129).
  • 2) Kούφιος:
    • κουφά καρύδια (Πτωχολ. P 173).
  • Η λ. ως παρων.:
    • (Mαχ. 62620).
  • Η λ. και ο τ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 2275, 7).

[<αρχ. επίθ. κωφός, σήμ. ποντ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφός -ή -ό [kufós] Ε1 : που έχει πρόβλημα με την ακοή του, που δεν ακούει καλά ή δεν ακούει καθόλου: Είναι ~ από το ένα αυτί. Είμαι λιγάκι ~, μίλα πιο δυνατά. Σαν να μιλάς σε κουφό, για άνθρωπο πεισματάρη, που αρνείται να ακούσει συμβουλές ή να δεχτεί κριτική. (έκφρ.) κάνω τον κουφό, υποκρίνομαι πως δεν καταλαβαίνω κτ. που δε με συμφέρει. ΠAΡ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, για τους αδιάφορους σε συμβουλές, νουθετήσεις, παρακλήσεις κτλ. || (ως ουσ., προφ., λαϊκ.) το κουφό, για κτ. ανόητο, παράλογο ή παράδοξο: Άκουσα ένα κουφό σήμερα.

[μσν. κουφός < αρχ. κωφός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f] )]

[Λεξικό Κριαρά]
κούφος (I) το.
  • 1) Kοιλότητα· κουφάλα:
    • τα ενδοτέρω μέρη της γης και κούφη (Mάρκ., Bουλκ. 34519
    • τα κούφη των δένδρων (Φυσιολ. (Zur.) XXXIX 25).
  • 2) Θωρακική κοιλότητα, στήθος:
    • μέσα δε εις το κούφος του επήδαν η καρδιά του (Kορων., Mπούας 114).

[ουδ. του επιθ. κούφος με μεταπλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κούφος (II), επίθ.
  • Άδειος, κούφιος:
    • δένδρον κούφον (Φυσιολ. (Legr.) 844).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = κοίλωμα, κουφάλα:
    • το κούφον των δένδρων (Φυσιολ. B 94).

[αρχ. επίθ. κούφος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go