Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουφόβραση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουφόβραση η [kufóvrasi] Ο32 : αποπνικτική ζέστη σε μέρα ιδιαίτερα υγρή, κατά την οποία επικρατεί άπνοια.

[κουφοβρα- (κουφοβράζω) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go