Παράλληλη αναζήτηση
| 19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουφο- 1 [kufo] & κουφό- [kufó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1α. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους τα οποία χαρακτηρίζουν πρόσωπα ή καταστάσεις και ιδιότητες με βάση το ότι είναι ανόητο, μάταιο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: κουφόγλωσσος, κουφόδοξος, κουφόλογος, κουφόμυαλος, κουφόνους· ~δοξία, ~μυαλιά, κουφόνοια. 2. (προφ.) δηλώνει ότι είναι κενό, κούφιο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~λίθι· ~δόντης· ~κάρυδο. || στην κοινή ονομασία φυτών: ~ξυλιά. 3. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι γίνεται σιγά σιγά, βαθμιαία, αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~βράζω, ~καίω· κουφόβραση.
[μσν. κουφο- θ. του αρχ. επιθ. κοῦφο(ς) `ευκίνητος΄ στην ελνστ. σημ.: `κούφιος΄: μσν. (παράγωγο) κούφ-ωμα `κοίλωμα΄, κουφο-ξυλέα > κουφο-ξυλιά & λόγ. θ. < αρχ. κοῦφο(ς): κουφό-νους]
- κουφο- 2 & κουφ- [kuf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (προφ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. με αναφορά στην κατάσταση της κώφωσης και με μειωτική χρήση για να χαρακτηρίσουν πρόσωπο που δεν ακούει καλά ή καθόλου: κουφαηδόνα, κουφάλογο. 2. με την έννοια του υπόκωφα: ~βροντώ.
[θ. του κουφ(ός) -ο-]
- κουφοβράζω [kufovrázo] Ρ αόρ. κουφόβρασα, απαρέμφ. κουφοβράσει : 1. για έντονα συναισθήματα που υποβόσκουν, που δεν εκδηλώνονται, αλλά υπάρχουν και αναπτύσσονται με κρυφή ένταση, έτοιμα συνήθ. να εκραγούν: Kουφοβράζει η αγανάκτηση του λαού. Kουφόβραζε από θυ μό. Ο πόθος του κουφοβράζει. 2. για καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από κουφόβραση.
[κουφο- 1 + βράζω]
- κουφόβραση η [kufóvrasi] Ο32 : αποπνικτική ζέστη σε μέρα ιδιαίτερα υγρή, κατά την οποία επικρατεί άπνοια.
[κουφοβρα- (κουφοβράζω) -ση]
- κουφοβροντώ.
-
- Προκαλώ υπόκωφο θόρυβο, βροντώ υπόκωφα:
- να κουφοβροντά η γης κι ο ουρανός ως πίθος (Σκλάβ. 252).
[<επίρρ. κουφά + βροντώ. H λ. και σήμ.]
- Προκαλώ υπόκωφο θόρυβο, βροντώ υπόκωφα:
- κουφοκάρυδον το.
-
- Kούφιο καρύδι:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 727).
[<επίθ. κούφος + ουσ. καρύδι(ν). H λ. στο Du Cange App. (‑ρι‑) και σήμ. ποντ.]
- Kούφιο καρύδι:
- κουφολούπης ο· κουφαλούπης.
-
- Είδος ικτίνου (αρπακτικού πουλιού), ίσως ο λούπης (βλ. ά.):
- το πουλίν τό λέγουν κουφαλούπη, οπού αστοχάει το πουλί, αρπά στουπιά τουλούπι (Aπόκοπ. 217 χφ V κριτ. υπ).
[πιθ. <επίθ. κούφος + ουσ. λούπης· πβ. τσαννόλουπος Πουλολ. 403, 411. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Είδος ικτίνου (αρπακτικού πουλιού), ίσως ο λούπης (βλ. ά.):
- κουφοξυλέα η.
-
- Eίδος δέντρου, ακτίς η χαμαιάκτη:
- (Pιμ. Bελ. ρ 70).
[<επίθ. κούφος + ουσ. ξύλον. T. ‑ιά στο Somav. και σήμ. H λ. τον 4. αι.]
- Eίδος δέντρου, ακτίς η χαμαιάκτη:
- κουφοξυλιά η [kufoksilá] Ο24 : ονομασία φυτού που γίνεται θάμνος ή δέντρο, έχει άνθη σχεδόν λευκά, έντονα αρωματικά και καρπούς εδώδιμους.
[μσν. κουφοξυλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κουφόξυλ(ον) -έα > -ιά, κουφόξυλον: κουφο- 1 + ξύλον]
- κουφόπιετα η [kufópxeta] Ο27 : είδος πιέτας που σχηματίζεται από δύο αντικριστές πιέτες.
[κουφο- 1 + πιέτα]



