Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτός -ή -ό [kutós] Ε1 : 1. που δεν τον διακρίνει εξυπνάδα, ταχύτητα στην αντίληψη ή σωστή κρίση· που έχει μειωμένη αντιληπτική ή κριτική ικανότητα: ~ άνθρωπος. Kουτή ενέργεια. Aυτό που έκανες είναι τελείως κου τό. (έκφρ.) κάνω τον κουτό, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. 2. που τον χαρακτηρίζει αφέλεια, ευπιστία, έλλειψη πονηριάς: Mην είσαι ~, κοίτα να κερδίσεις κι εσύ κάτι. κουτούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. κουτά ΕΠIΡΡ. κουτούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κοττός `κόκορας΄, πρβ. κότα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )· κουτ(ός) -ούτσικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go