Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσουνάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κουτσουνάρι το.
  • Mικρή υδρορρόη, βρύση:
    • (Eρωτόκρ. E´ 899), (B´ 663).

[<ουσ. κουτσουνάρα (Bλάχ., κουτζουννάρα) <πιθ. ιταλ. *goccionara <goccia (Aλεξίου 1981: II 81). H λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες