Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσοδόντης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσοδόντης ο [kutsoδóndis] Ο11 θηλ. κουτσοδόντα [kutsoδónda] Ο25α : (οικ.) αυτός που του λείπει ένα ή περισσότερα από τα μπροστινά δόντια, συνήθ. χαϊδευτικά για παιδί, όταν αλλάζει τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας.

[κουτσο- + δόντ(ι) -ης· κουτσοδόντ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες