Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουτσαύτης ο [kutsáftis] Ο11 θηλ. κουτσαύτα [kutsáfta] Ο25α : (λαϊκότρ.) ως χαρακτηρισμός αυτού που δεν ακούει ή δεν υπακούει.
[κουτσ(ο)- + αυτ(ί) -ης (πρβ. μσν. κουτσοαύτιος)· κουτσαύτ(ης) -α]