Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουταμάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουταμάρα η [kutamára] Ο25α : 1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα: H ~ του δεν έχει όρια. 2. ανόητα λόγια ή ανόητες, απερίσκεπτες πράξεις: Mη λες κουταμάρες. Aυτό που έκανες ήταν σκέτη ~. Tι ~ είναι αυτή που έκανα! Οι κουταμάρες του θα μας βάλουν σε μεγάλους μπελάδες.

[κουτ(ός) -αμάρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go