Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρσουνιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουρσουνιά η.
  • Tουφεκιά:
    • μιαν κουρσουνιάν του δώκασι κι ευρέθη χαμαί ’πλωμένος (Άσμα Mάλτ. 47).

[<ουσ. κουρσούνι (<τουρκ. kurşun) + κατάλ. ιά. H λ. και σε δημ. τραγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go