Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουρσάρικος, επίθ.· κουρσαρικός· κρουσάρικος.
-
- Πειρατικός:
- κάτεργον κουρσάρικον (Mαχ. 6324).
- Tο ουδ. ως ουσ. = πειρατικό πλοίο:
- (Iμπ. 802).
[<ουσ. κουρσάρος + κατάλ. ‑ικος. O τ. ‑κός στο Du Cange. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πειρατικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουρσάρικος -η -ο [kursárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους κουρσάρους· πειρατικός: Kουρσάρικο καράβι και ως ουσ. το κουρσάρικο.
[μσν. κουρσάρικος < κουρσάρ(ος) -ικος]



