Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρμπάνι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρμπάνι το [kurbáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) στην έκφραση έχουμε κουρμπάνια, χαρές και πανηγύρια.

[τουρκ. kurban `σφάγιο θυσίας΄ (αραβ. guraban) (η ελλην. σημ. από τη μεγάλη γιορτή των Οθωμανών kurban bayrami `μπαϊράμι΄ που συνοδευόταν από θυσία ζώων)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουρμπάνι το· κουρουμπάνι.
  • Θυσία:
    • έκοψε (ενν. τους χριστιανούς) … διά κουρουμπάνι της ψυχής του πατέρα του (Xρον. σουλτ. 7526· Mετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 124).

[<τουρκ. kurban. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go