Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρδιστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρδιστός -ή -ό [kurδistós] Ε1 : που για να λειτουργήσει χρειάζεται κούρδισμα: Kουρδιστό ρολόι. Kουρδιστά παιχνίδια.

[κουρδισ- (κουρδίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες