Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραμπιές ο [kurabjés] Ο13 : 1. είδος μικρού γλυκίσματος πασπαλισμένου με άχνη ζάχαρη: Οι κουραμπιέδες είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γλύκισμα. 2. (μειωτ.) για άντρα νωθρό, άβουλο, ανίκανο να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία.
[τουρκ. kurabiye (αραβ. gurāb) -ς]



