Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουρέλα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρέλα η [kuréla] Ο25α : (λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου ή ομάδας προσώπων, ο εξευτελισμένος: Ομάδα είναι αυτή ή ~; H τάδε ομάδα, η ~, έφαγε τρία γκολ.

[κουρέλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουρελαρία η [kurelaría] Ο25α : 1. σύνολο από παλιά και φθαρμένα ενδύματα. || σύνολο από παλιά, φθαρμένα, άχρηστα πράγματα: Tι την κουβαλάς όλη αυτή την ~; 2. ρούχα κακής ποιότητας και κακού γούστου: Tι κουρελαρίες είναι αυτές που πας κι αγόραζεις!

[κουρέλ(ι) -αρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go