Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουπολάτης ο [kupolátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) ο κωπηλάτης.
[μσν.(;) κοπολάτης ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] ) < αρχ. κωπηλάτης με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-] ]



