Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουπέα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουπέα η.
  • Κουπί:
    • να με βάλουσι να λάμνω την κουπέα; (Φορτουν. Γ´ 780).

[λ. πλαστή <ουσ. κουπί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go