Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουπέ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουπέ το [kupé] Ο (άκλ.) : 1. καθένα από τα διαμερίσματα του βαγονιού σε ένα επιβατικό τρένο: Tαξιδεύαμε στο ίδιο βαγόνι αλλά σε διαφορετικό ~. 2. για τύπο σπορ αυτοκινήτου του οποίου η καρότσα παρουσιάζει στο πίσω μέρος ένα λοξό κόψιμο, ενσωματώνοντας έτσι το πορτμπαγκάζ μέσα στον όγκο του αυτοκινήτου. 3. (παρωχ.) είδος κλειστής άμαξας.

[λόγ. < γαλλ. coupé]

[Λεξικό Κριαρά]
κουπέα η.
  • Κουπί:
    • να με βάλουσι να λάμνω την κουπέα; (Φορτουν. Γ´ 780).

[λ. πλαστή <ουσ. κουπί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουπεπέ [kupepé] (άκλ.) : (παιδ.) λέξη που τη λέμε τραγουδιστά καθώς κουνάμε ρυθμικά τις παλάμες, παίζοντας με ένα βρέφος.

[λ. νηπιακή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες