Παράλληλη αναζήτηση
| 22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουπ η [kúp] Ο (άκλ.) : ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο ένα ρούχο καθώς και ο τρόπος κουρέματος των μαλλιών: H ζακέτα αυτή έχει πολύ ωραία ~. Aν τα μαλλιά σας έχουν καλή ~ μπορείτε πολύ εύκολα να τα χτενίσετε μόνες σας.
[λόγ. < γαλλ. coupe]
- κούπα η [kúpa] Ο25α : I. κύπελλο με ημισφαιρικό συνήθ. σχήμα, περισσότερο φαρδύ παρά βαθύ: Γέμισε την ~ με κρασί. || ποσότητα υγρού που περιέχεται σε μια κούπα: Ήπιε δυο κούπες γάλα. ΦΡ γίναμε από κούπες, μαλώσαμε πολύ, παρεξηγηθήκαμε. τα κάναμε από κούπες, αποτύχαμε σε κτ. ή καταστρέψαμε μια σχέση. II. μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα την κόκκινη καρδιά: Nτάμα ~. || Kούπες, είδος παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.
[I: μσν. κούπα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κοῦπα `βαρέλι΄ < λατ. cup(p)a με σημασιολ. επίδρ. του ιταλ. coppa (< λατ. cup(p)a)· II: σημδ. ιταλ. coppa]
- κούπα η.
-
- 1)
- α) Ποτήρι, κύπελλο:
- κούπαν εκράτει με κρασί (Λίβ. Esc. 1062 κριτ. υπ.)·
- β) το περιεχόμενο του ποτηριού:
- στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν (ενν. οι άνομοι) (Ανακάλ. 70).
- α) Ποτήρι, κύπελλο:
- 2) Αγγείο, μεγάλο δοχείο:
- (Rechenb. (Vog.) 936).
- 3)
- α) Πήλινο πιάτο:
- (Κυπρ. χφ. 159)·
- β) πιατέλα:
- βάνουν με (ενν. τον λαγωόν) εις έμορφας κούπας με πιπεράδες (Διήγ. παιδ. 300).
- α) Πήλινο πιάτο:
- 4) Λύχνος, «ποτήρι» καντήλας:
- (Πεντ. Έξ. XXV 31).
[<λατ. cupa. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. Βλ. και L‑S Suppl.]
- 1)
- κουπάδιν το,
- βλ. κοπάδι.
- κουπάκι το [kupáki] Ο44α : πλαστικό ή χάρτινο κύπελλο συνήθ. για παγωτό ή γιαούρτι.
[κούπ(α) -άκι]
- κουπανίζω,
- βλ. κοπανίζω.
- κουπαστή η [kupastí] Ο29 : 1. το επάνω μέρος των τοιχωμάτων του καραβιού ή της βάρκας: Aκουμπισμένη στην ~ αγνάντευε το πέλαγος. 2. το επάνω μέρος κάθε προστατευτικού κιγκλιδώματος (σε εξώστη, σκάλα κτλ.).
[ίσως μσν. *εγκωπαστή < *εγκωπασ- (*εγκωπάζω) `τοποθετώ τα κουπιά΄ -τή, θηλ. (κατά το μεριά) του -τός (πρβ. ελνστ. ἔγκωπον `το μέρος του πλοίου όπου στηρίζονται τα κουπιά΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποηχηροπ. [g > k] και τροπή [o > u] κατά το κουπί]
- κουπέ το [kupé] Ο (άκλ.) : 1. καθένα από τα διαμερίσματα του βαγονιού σε ένα επιβατικό τρένο: Tαξιδεύαμε στο ίδιο βαγόνι αλλά σε διαφορετικό ~. 2. για τύπο σπορ αυτοκινήτου του οποίου η καρότσα παρουσιάζει στο πίσω μέρος ένα λοξό κόψιμο, ενσωματώνοντας έτσι το πορτμπαγκάζ μέσα στον όγκο του αυτοκινήτου. 3. (παρωχ.) είδος κλειστής άμαξας.
[λόγ. < γαλλ. coupé]
- κουπέα η.
-
- Κουπί:
- να με βάλουσι να λάμνω την κουπέα; (Φορτουν. Γ´ 780).
[λ. πλαστή <ουσ. κουπί]
- Κουπί:
- κουπεπέ [kupepé] (άκλ.) : (παιδ.) λέξη που τη λέμε τραγουδιστά καθώς κουνάμε ρυθμικά τις παλάμες, παίζοντας με ένα βρέφος.
[λ. νηπιακή]



