Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουνιάδος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουνιάδος ο [kunáδos] Ο18 θηλ. κουνιάδα [kunáδa] Ο26 : ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου· (πρβ. αντράδελφος, γυναικάδελφος).

[μσν. κουνιάδος < βεν. *cugniado , cugnada]

[Λεξικό Κριαρά]
κουνιάδος ο.
  • 1) Αντράδελφος, κουνιάδος:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412).
  • 2) Σύζυγος της αδελφής, γαμπρός:
    • (Φορτουν. Γ´ 72).

[<βεν. *cugniado. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go