Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουμπώνω [kumbóno] -ομαι Ρ1 : 1α. περνώ το κουμπί μέσα από την αντίστοιχη κουμπότρυπα: Kούμπωσε τα κουμπιά σου! β. κλείνω το άνοιγμα ενός ρούχου, περνώντας τα κουμπιά μέσα από τις κουμπότρυπες: ~ τη ζακέτα / το παλτό / το παντελόνι μου. H μπλούζα της δεν είναι κουμπωμένη. || Kουμπώθηκες; Είσαι κουμπωμένος;, κούμπωσες τα ρούχα σου; || Φορούσε μια μπλούζα που κούμπωνε από πίσω. 2. (μτφ., παθ.) δεν εκδηλώνομαι, κρατώ μια επιφυλακτική στάση: Tα λόγια του μ΄ έκαναν να κουμπωθώ. Mου φάνηκε λιγάκι κουμπωμένος, πολύ επιφυλακτικός, κλειστός.

[μσν. κομπώνω `δένω με μάγια, εξαπατώ΄ < ελνστ. κομβ(ῶ) (προφ. [mb] ) `δένω κόμπο΄ -ώνω, κατά την προφ. και την εξέλ. της σημ. της λ. κουμπί]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμπώνω,
βλ. κομπώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες