Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμού
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
κουμού το,
βλ. κουμούν.
[Λεξικό Κριαρά]
κουμουδεύω,
βλ. κωμωδεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
κουμουδιάζω,
βλ. κομοδιάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
κουμουδίτα η,
βλ. κομοδιτά.
[Λεξικό Κριαρά]
κουμούλι το.
  • Σωρός:
    • έναν κουμούλι πέτρες ωσάν είς πύργος (Πορτολ. Β 4211).

[<ουσ. κούμουλον (4. αι.· <λατ. cumulus) + κατάλ. –ι(ον). Τ. ιον στο Meursius και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμούν το· άκλ. κουμού.
– Βλ. και κομμούνιον.
  • Κράτος, πολιτεία (προκ. για τις ιταλικές δημοκρατίες του Μεσαίωνα):
    • εσυμβιβάστηκεν αυτός ο Παλαιολόγος με το κουμού της Γένοβας (Χρον. Μορ. H 1278).

[<παλαιότ. γαλλ. comun ή βεν. comun]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμούνα η.
  • Έκφρ. δρόμος της κουμούνας = δρόμος της πολιτείας, δημόσιος:
    • (Bαρούχ. 4635).

[<ιταλ. comuna]

[Λεξικό Κριαρά]
κουμούνος, επίθ.
  • Kοινός:
    • (Oλόκαλος 2158
    • έκφρ. στράτα κουμούνα = δημόσιος δρόμος (πβ. ιταλ. strada comune, μεσν. λατ. strata communis):
      • (Bαρούχ. 18510).

[<ιταλ. comune]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες