Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλλούρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κουλλούρι το,
βλ. κολλούριον (Ι).
[Λεξικό Κριαρά]
κουλλούρι(ο)ν το,
βλ. κολλούριον (Ι).
[Λεξικό Κριαρά]
κουλλουριάζω.
  • I. (Ενεργ.) συστρέφω:
    • την ουράν του, ώσπερ το σύρμα ο χρυσοχός ούτως την κουλλουριάζει (ενν. ο βασιλίσκος) (Φυσιολ. (Legr.) 165).
  • II. (Μέσ.) συσπειρώνομαι:
    • τούτος (ενν. ο όφις) κουλλουριάζεται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 60r).

[<ουσ. κουλλούρα + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Du Cange (ειν, λ. κουλούρι) και σήμ. (γρ. λ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουλλουρίτσιν το.
  • Κουλλουράκι:
    • (Προδρ. II 26-8 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. κουλλούριν + κατάλ. ίτσιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες