Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουλαμάρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουλαμάρα η [kulamára] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) η έλλειψη του ενός ή και των δύο χεριών. 2. αδεξιότητα ή αδυναμία στα χέρια: ~ έχεις κι έριξες το δίσκο / και δεν μπορείς να σηκώσεις μια τσάντα;

[κουλ(ός) -αμάρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go