Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουλάρικος, επίθ.
-
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
- όργο κουκουλάρικο (Bαρούχ. 41411).
[<ουσ. κουκούλι + κατάλ. ‑άρικος. H λ. το 10. αι. (Soph., ‑λλ‑) και σήμ.]
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουλάρικος -η -ο [kukulárikos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα, το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία. || (ως ουσ.) το κουκουλάρικο, είδος μεταξωτού υφάσματος και καταχρηστικά βαμβακερού με παρόμοια υφή.
[μσν. κουκουλλάρικος < κουκούλλ(ι) -άρικος (ορθογρ. απλοπ.)]



