Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουκκίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκκίδα η [kukíδa] Ο26 : 1. το σημάδι της τελείας. 2. πολύ μικρό ακαθόριστο σημαδάκι: Tο πλοίο ήταν μια / φαινόταν σαν μια ~ στο πέλαγος.

[κουκ(ί) -ίδα (διαφ. το ελνστ. κοκκίς `μαύρη λεύκα΄) (ορθογρ. κατά το κόκκος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go