Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβαλητής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβαλητής ο [kuvalitís] Ο7 : ως θετικός χαρακτηρισμός του συζύγου, πατέρα κτλ. που κουβαλά με αφθονία τα απαραίτητα στο σπίτι του.

[κουβαλη- (κουβαλώ) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες