Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουβαλητής ο [kuvalitís] Ο7 : ως θετικός χαρακτηρισμός του συζύγου, πατέρα κτλ. που κουβαλά με αφθονία τα απαραίτητα στο σπίτι του.
[κουβαλη- (κουβαλώ) -τής]



