Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβέρτα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κουβέρτα η.
  • 1) Σκέπασμα:
    • κουβέρταν χρυσοτσάπωτη εσάγισεν τον μαύρον (Ιμπ. 106).
  • 2) (Ναυτ.) το κατάστρωμα του καραβιού:
    • (Μαχ. 55429).

[<βεν. coverta. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβέρτα 1 η [kuvérta] Ο25 : μάλλινο ή βαμβακερό κλινοσκέπασμα: Yφαντή / πλεκτή ~. ~ ακρυλική / ολόμαλλη. Σκεπάζεται με δύο κουβέρτες. κουβερτούλα η YΠΟKΟΡ. κουβερτάκι το YΠΟKΟΡ.

[βεν. coverta ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )· κουβέρτ(α) -ούλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβέρτα 2 η : (ναυτ.) το κατάστρωμα του πλοίου.

[βεν. coverta, δες στο κουβέρτα 1]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβερτάριν το,
βλ. κουβερτούρι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες