Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβέντα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβέντα η [kuvénda] Ο25α : 1. φιλική συζήτηση, συνήθ. για διάφορα καθημερινά θέματα: Όταν αρχίσει την ~ δεν τελειώνει. Σταματήστε τις κουβέντες και κοιμηθείτε. Mου αρέσει η ~. Ωραία ~ είχαμε / κάναμε. Mε την ~ πέρασε η ώρα. Mε τις κουβέντες δε γίνεται τίποτα, με τα λόγια. Πιάνω (την) ~, αρχίζω να κουβεντιάζω. Tο στρώνω στην ~ / στρωθήκαμε στην ~. Aνοίγω ~ (σε κπ.), κάνω πρώτος λόγο. Kάνω ~ σε κπ., του αναφέρω ένα συγκεκριμένο θέμα που με απασχολεί. Mην το κάνεις ~, μην κάνεις συζήτηση, μη θίξεις ή μην κοινολογήσεις ένα θέμα. (έκφρ.) ~ να γίνεται! ή σε ~ να βρισκόμαστε, για συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά. το έφερε* η ~. είχαμε την ~ σου, συζητούσαμε για σένα. γυρίζω* την ~. ΦΡ ψιλή* ~. || (συνήθ. πληθ.) για κοινωνικές σχέσεις: Δεν έχουμε πολλές κουβέντες. Δε θέλω κουβέντες μαζί του. 2. λόγια, φράσεις που λέει κάποιος, ως άπο ψη, ως πρόταση κτλ.: Θα σου πω μερικές σταράτες κουβέντες. Πολλές κουβέντες λες! Είπε / αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Πες και μια καλή ~!, και για μεσολάβηση. Σ΄ όλο το ταξίδι δεν είπε ~, δε μίλησε καθόλου. || συχνά σε στερεότυπες εκφορές πετώ μια ~, παρεμβαίνω σε μια συζήτηση χωρίς να ολοκληρώσω την άποψή μου, κάνω έναν υπαινιγμό: Πώς πετάς έτσι μια ~ και φεύγεις; μια ~ είπα, μη με παρεξηγείς, για κτ. που λέγεται επιπόλαια, χωρίς αξιώσεις, που δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. μια ~ είναι!, για κτ. που είναι εύκολο να λεχθεί, αλλά δύσκολο να γίνει. θα σου πω καμιά ~!, απειλητικά. ούτε ~! χωρίς δεύτερη ~! δε θέλω ~!, δε δέχομαι αντιρρήσεις. ~ στην, για ανταλλαγή λόγων που βαθμιαία οδηγούν σε σύγκρουση. δε σηκώνει πολλές κουβέντες, δε δέχεται κριτική, δε δέχεται αντίλογο σε ό,τι λέει ή κάνει. κουβεντούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: ~ και άγιος ο Θεός, πειραχτικά για κουβεντολόι που κρατάει πολύ.

[μσν. κομβέντον το, κομβέντος ο `συνάντηση, συνέλευση΄ < λατ. conventus, μεταπλ. ίσως με βάση τον πληθ. τα κομβέντα και τροπή σε θηλ. εν. από την ομόηχη κατάλ. (με αποβ. του [m] πριν από [v] και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )· κουβέντ(α) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβέντα η.
  • Συζήτηση, συνομιλία:
    • έσμιξαν και έκαμαν κουβέντες (Χρον. Τόκκων 1799).

[<ουσ. κόμβεντος ή κομβέντος <λατ. conventus. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες