Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουβέλι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κουβέλι το.
  • Κυψέλη:
    • της μέλισσας … κουβέλι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [665]).

[<παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel (Καραποτόσογλου 1984: 25-8). Πβ. Moutsos, ΛΔ 16, 1986, 315-7. Η λ. στο Du Cange]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go