Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουαρτέτο το [kuartéto] Ο39 : 1. μουσική σύνθεση που εκτελείται από τέσσερις μουσικούς: ~ για έγχορδα. Tα κουαρτέτα του Mπραμς. 2. ομά δα, συγκρότημα τεσσάρων μουσικών που εκτελούν μια σύνθεση: Φωνητικό ~. ~ εγχόρδων. 3. (συνήθ. ειρ., πειραχτικά) ομάδα τεσσάρων ατόμων που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά και που συνήθ. παρουσιάζονται μαζί.
[λόγ. < ιταλ. quartetto]



