Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουάκερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουάκερος ο [kuákeros] Ο20 : οπαδός μιας προτεσταντικής αίρεσης που αναπτύχθηκε κυρίως στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής.

[λόγ. < αγγλ. Quaker -ος (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες